Πριν από πολλά χρόνια, κάπου 20, έγινε ένα επεισόδιο έξω από ένα κινηματογράφο. Μια γυναίκα και ένας άνδρας διαπληκτίστηκαν για μια θέση στο πάρκινγκ και έξαλλος ο άνδρας, ο οποίος συνοδευόταν από τη γυναίκα του, χαστούκισε τη γυναίκα με την οποία διαπληκτίστηκε.Την εποχή εκείνη ήμουν μέλος μιας γυναικοπαρέας, στην οποία συμμετείχε και η παθούσα και πληροφορήθηκα το περιστατικό, όπως και οι άλλες γυναίκες της παρέας, από φίλη της και, επίσης, μέλος της γυναικοπαρέας, η οποία, αφού μας ενημέρωσε για το τι έγινε, συμπλήρωσε: «αυτός ήθελε να πουλήσει εκδούλευση στη γυναίκα του που την καταπιέζει κι αυτή».Η γυναίκα που μίλησε για λογαριασμό της παθούσας, μια γυναίκα που είχε χωρίσει και ο άντρας της είχε ξαναπαντρευτεί, ερμήνευε τα κίνητρα του δράστη και ταυτόχρονα υπεδείκνυε τη σκοπιμότητα της τιμωρίας του. Ο δράστης πράγματι τιμωρήθηκε. Τιμωρήθηκε και η γυναίκα του, γιατί, όπως με πληροφόρησε, η δικηγόρος, η οποία ανέλαβε την υπόθεση και με την οποία έτυχε να έχω και εγώ μια συνεργασία εκείνη την εποχή, «τη βάλαμε κι αυτή να πει κάτι, γιατί δεν έκανε τίποτε για να βοηθήσει τη ……..».
Είναι προφανές, ότι οι τρεις γυναίκες, η δικηγόρος και οι δύο φίλες, δεν αξιολόγησαν τα πραγματικά περιστατικά, αλλά τη σχέση του θύτη με την γυναίκα που τον συνόδευε. Δεν είχε σημασία ο λόγος που η γυναίκα δεν βοήθησε την παθούσα, θα μπορούσε η απραξία της να ερμηνευθεί ως φόβος, ότι μπορεί να πάθει και εκείνη τα ίδια, αλλά το ότι ήταν δίπλα στον θύτη. Πολύ περισσότερο δε, δεν είχε σημασία ο λόγος που ο άνδρας χαστούκισε τη γυναίκα, αφού ήταν εκ των προτέρων αποφασισμένο, τουλάχιστον για τη μια από τις τρεις γυναίκες, ότι «ήθελε να πουλήσει εκδούλευση στη γυναίκα του που την καταπιέζει κι αυτή».....
Ανακάλεσα στη μνήμη μου, ό,τι ανέφερα παραπάνω, με αφορμή το θόρυβο που δημιουργήθηκε σε σχέση με τις διαρκείς αναβολές της δίκης του άνδρα που έδινε υπνωτικά χάπια σε αλλοδαπές που γνώριζε, έπινε ποτό μαζί τους και στη συνέχεια τις βίαζε, αναβολές που προκύπτουν κατά μέρος κατόπιν αιτημάτων της δικηγόρου που έχει αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου.
Είναι προφανές, ότι τα δύο γεγονότα δεν συγκρίνονται. Υπάρχει, όμως, ένα κοινό σημείο. Το σημείο της χρησιμοποίησης του θύματος, για λόγους που δεν έχουν να κάνουν με τη βαρύτητα του αδικήματος, αλλά με την προσωπική ικανοποίηση των εμπλεκόμενων μερών και αυτό θα προσπαθήσω να καταδείξω παρακάτω.
Θα ξεκινήσω από το γεγονός, ότι την υπεράσπιση ανάλαβε άτομο γένους θηλυκού και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις κυρίως εκ μέρους γυναικών.
Αν θεωρήσουμε δεδομένο το ότι μια γυναίκα δικηγόρος δεν πρέπει να υπερασπίζεται έναν βιαστή, θα πρέπει να θεωρήσουμε το ίδιο δεδομένο, ότι ένας άνδρας δικηγόρος είναι φυσικό να υπερασπίζεται έναν βιαστή. Μια τέτοια στάση, όμως, αναιρεί την ίδια την βαρύτητα του βιασμού ως εγκλήματος που στρέφεται κατά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και τον καθιστά μέσο υπεράσπισης ή καταδίκης του φύλου ως τέτοιου, αφού μετατρέπει θύμα και θύτη σε απλούς βιολογικούς εκπροσώπους των ανδρών και των γυναικών και ουσιαστικώς αναιρεί την ίδια την έννοια του φύλου ως κοινωνικής κατασκευής και όχι ως μιας προκαθορισμένης από τη φύση ουσίας. Αν δεχόμαστε, ότι τα φύλα κατασκευάζονται, τότε θα πρέπει να παραδεχθούμε και το ότι, πολλοί άνδρες και πολλές γυναίκες δεν έχουμε κατασκευαστεί και τόσο καλά.
Θα συνεχίσω με ένα ερώτημα: είμαστε έτοιμοι/ες να πούμε, ότι ένας βιαστής δεν χρειάζεται υπεράσπιση; Προσωπικά δεν είμαι. Και διαβεβαιώνω, τους αναγνώστες και τις αναγνώστριες αυτoύ του κειμένου, ότι δεν μου περισσεύει αυτό που αναφέρω.
Κάθε έγκλημα, όσο ειδεχθές και απάνθρωπο και αν είναι, είναι ανθρώπινη πράξη. Και κάθε άνθρωπος, όποιος και να είναι και ό,τι κι αν έχει κάνει, έχει δικαίωμα υπεράσπισης.
Το ζήτημα δεν είναι αν χρειάζεται υπεράσπιση ή όχι ένας κατηγορούμενος για βιασμό, ακόμη κι αν η ενοχή του είναι ολοφάνερη, αλλά τι είδους υπεράσπιση του παρέχεται. Υπεράσπιση ενός ανθρώπου που εγκλημάτησε δεν σημαίνει ταύτιση μαζί του ή αποδοχή της πράξης του, σημαίνει αποδοχή μιας πραγματικότητας που χρειάζεται λύση. Μπορούμε να αποκαλούμε τον θύτη «τέρας», «κτήνος» ή ό,τι άλλο σχετικό, αλλά αυτό δεν αναιρεί την ανθρώπινη διάστασή του, ούτε εξοβελίζει την ανάγκη ερμηνείας της πράξης του και την ανάγκη της τοποθέτησης θύτη και πράξης στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Να το ξεκαθαρίσουμε μια για πάντα. Το να έχουμε την απαίτηση να μένει ανυπεράσπιστος ένας βιαστής, όχι μόνο δεν προσφέρει το παραμικρό στην υπόθεση της ισότητας των δύο φύλων, αλλά, αντίθετα, τοποθετεί τον δράστη και την πράξη του στο χώρο του βιολογικού δεδομένου και αναιρεί τον πολιτικό, δηλαδή ανθρώπινο χαρακτήρα αυτής της πράξης. Είναι σαν να λέμε: «εκείνος βίασε γιατί είναι άνδρας, εκείνη βιάστηκε γιατί είναι γυναίκα». Τι είναι άνδρας; Ό,τι θέλετε, κυρίες και κύριοι. Τι είναι γυναίκα; Επίσης, ό,τι θέλετε, κυρίες και κύριοι. Χονδρικώς και για να μην πολυκουραζόμαστε, άνδρας είναι ο Αδάμ και πίσω του όλοι οι άνδρες και γυναίκα η Εύα και πίσω της όλες οι γυναίκες.
Ποιο είναι το αποτέλεσμα μιας τέτοιας θεώρησης; Να μετατρέπεται κάθε δίκη βιασμού, όχι σε διαδικασία αναγνώρισης της πράξης και των αιτίων που την προκάλεσαν, αλλά σε διαμάχη δύο βιολογικών φύλων, όπου το ένα φύλο, δηλαδή το γυναικείο, χρεώνεται, ότι προκάλεσε το άλλο, δηλαδή το ανδρικό, με συνέπεια να κουρελιάζεται ψυχολογικά το θύμα, να αθωώνεται, κατά κανόνα, ο δράστης, με σκεπτικό εξευτελιστικό για το θύμα και η πράξη να μένει ανερμήνευτη και έτοιμη προς επανάληψη, από Αδάμ του κόσμου.
Να το καταλάβουμε μια για πάντα. Αυτό που μετρά, που θα πρέπει να μετρά, σε μια δίκη βιασμού δεν είναι το κατά πόσο θα «ισοπεδωθεί» ο κατηγορούμενος, διαδικασία που λειτουργεί ως απλή αντιστροφή της «ισοπέδωσης» του θύματος που κατά κανόνα επιδιώκεται και επιτυγχάνεται από την υπεράσπιση, αλλά το με πόσο σεβασμό αντιμετωπίζεται το θύμα. Αυτό που, επίσης, μετρά, που θα πρέπει να μετρά είναι η διακριτική εμφάνιση των γυναικείων φορέων που παρίστανται υπέρ του θύματος. Πανό, φωνές, συνθήματα και γενικώς πιέσεις προς τους δικαστές και τις δικαστίνες, δημιουργούν την υποψία, ότι το θύμα περισσότερο χρησιμοποιείται και λιγότερο υποστηρίζεται επί της ουσίας, προκαλούν αρνητικές αντιδράσεις με αρνητικές συνέπειες για το ίδιο το θύμα και άλλοθι για την διευκόλυνση της αθώωσης του κατηγορουμένου.
Αν εξαιρέσουμε τους βιασμούς που διαπράττονται κατά κανόνα σε βάρος γυναικών, αλλά και κάποιων ανδρών, κατά τη διάρκεια πολεμικών συρράξεων, ο βιασμός στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων δεν έχει μάρτυρες. Με δεδομένο το ότι το συγκεκριμένο κακούργημα δεν μπορεί πάντα να αποδειχθεί από την ιατροδικαστική έρευνα (και αυτό δεν σημαίνει, ότι δεν έχει διαπραχθεί) το να αποκλείσουμε εξ αρχής την περίπτωση να καταγγελθεί ένας άνθρωπος για βιασμό άδικα, για λόγους εκδίκησης ή με στόχο την απόσπαση χρημάτων, στέλνει το μήνυμα, ότι επιδιώκουμε την τιμωρία του φύλου και όχι της πράξης.
Το να μην σπεύδουμε να εκδώσουμε απόφαση πριν τη δίκη, όσο κι αν είμαστε σίγουρες/οι για την ενοχή του κατηγορουμένου, συνεισφέρει στην υπόθεση της ισότητας των φύλων.
Ας πάρουμε την περίπτωση του βιασμού της μαθήτριας από την Βουλγαρία στην Αμάρυνθο. Η κοπέλα έπεσε θύμα ομαδικού βιασμού από τέσσερεις συμμαθητές της, ενώπιον πάρα πολλών μαρτύρων, μεταφέρθηκε αιμόφυρτη στο πλησιέστερο νοσοκομείο, έγινε δεκτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τον Αρχιεπίσκοπο και όμως οι θύτες αθωώθηκαν, αφού σωρεία μαρτύρων κατάθεσαν υπέρ τους, ενώ δεν υπήρξε ούτε ένας/μια μάρτυρας υπέρ του θύματος.
Τι έγινε στην Αμάρυνθο; Πριν από τη δίκη, γυναικείες συλλογικότητες διαδήλωσαν στην πόλη, μια εβδομάδα μετά άνδρες και γυναίκες ξεσήκωσαν την πόλη φωνάζοντας συνθήματα κατά του ρατσισμού και του φασισμού και στο τέλος οι φεμινίστριες που είχαν αναλάβει την ηθική υποστήριξη του θύματος το εγκατέλειψαν, γιατί δεν τους άρεσε ο δικηγόρος που είχε ορίσει πολιτική αγωγή η μητέρα του θύματος και δεν ήθελαν, όπως δήλωσε εκπρόσωπός τους στο «105,5 στο Κόκκινο», να ταυτιστούν μαζί του.
Η διαδήλωση των γυναικείων συλλογικοτήτων εκλήφθη από την τοπική κοινωνία ως διαδήλωση υπέρ του γυναικείου φύλου ως τέτοιου και όχι ως διαμαρτυρία υπέρ του θύματος ως τέτοιου, ενώ η συμπεριφορά των υποστηρικτών και των υποστηρικτριών της νεαρής Βουλγάρας, στη δεύτερη διαδήλωση, δήλωνε ξεκάθαρα, ότι ένα θύμα βιασμού πρέπει να έχει και άλλες ταυτότητες, δεν φτάνει να είναι άνθρωπος, για να υποστηριχθεί, ο δε θύτης πρέπει να προέρχεται από μια κοινωνία με φασιστικά και ρατσιστικά στοιχεία για να καταδικαστεί. Δηλαδή, αν μια γυναίκα της Χρυσής Αυγής πέσει θύμα βιασμού, θα πρέπει να εγκαταλειφθεί στην τύχη της ή αν ένας αριστερός διαπράξει βιασμό να «κουκουλώσουμε» την υπόθεση;
Μια διακριτική παρέμβαση προς τον Δήμαρχο της Αμαρύνθου, τον Διευθυντή του σχολείου, όπου φοιτούσαν θύμα και θύτες, και τον Διευθυντή του νοσοκομείου που νοσηλεύθηκε το θύμα, με αίτημα την μη συγκάλυψη της υπόθεσης, ίσως να είχε φέρει καλύτερα αποτελέσματα.
Από ότι διαπιστώνω, το ίδιο πρόσωπο που είχε έντονη εμπλοκή στην υπόθεση της Αμαρύνθου και έκανε και τις σχετικές δηλώσεις στο «105,5 στο Κόκκινο» (και σήμερα μέλος της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ) εμπλέκεται και τώρα στην υπόθεση του βιαστή που έδινε υπνωτικά χάπια.
Η ίδια έλλειψη διακριτικότητας, το ίδιο παιχνίδι δημοσιότητας, η ίδια χρησιμοποίηση των θυμάτων με στόχο, αυτή τη φορά, τη διαπόμπευση της δικηγόρου που έχει αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, έτσι ώστε να τιμωρηθεί, έτσι όπως τιμωρούνται από τις μητέρες τα άτακτα παιδιά τους, και να μην το ξανακάνει.
Αντί να ασκηθεί μια σθεναρή, αλλά διακριτική πίεση στην συγκεκριμένη δικηγόρο και βουλευτή, τόσο άμεσα στην ίδια, όσο και μέσω του κόμματός της να μην εξαντλήσει τα έσχατα νομικά όρια για να κερδίσει την υπόθεση (αν είχε ασκηθεί μια τέτοια διακριτική πίεση, θα είχε δηλωθεί και η μη δήλωσή της σημαίνει, σαφώς, ότι δεν συνέβη κάτι τέτοιο), επιλέγεται η διαπόμπευσή της.
Κι εδώ εγείρεται ένα ερώτημα: χρόνια ολόκληρα παρακολουθούμε να εκδικάζονται υποθέσεις βιασμών, όπου οι συνήγοροι υπεράσπισης των κατηγορουμένων, όχι απλώς ζητούν αναβολές, αλλά διαπομπεύουν τα θύματα με το χειρότερο τρόπο, ώστε να κερδίσουν την υπόθεση. Κι, όμως, δεν έχουμε δει ποτέ να γίνεται φεμινιστική παρέμβαση στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, στους Δικηγορικούς Συλλόγους της χώρας, στις Ενώσεις Συντακτών Εφημερίδων και γενικώς σε όποιον άλλο φορέα αντικειμενικά εμπλέκεται, έτσι ώστε να συμφωνηθεί από κοινού ένας τρόπος υπεράσπισης των κατηγορουμένων που δεν θα θίγει το θύμα. Γιατί μια τέτοια απρόσωπη παρέμβαση, που μπορεί να γίνει σε ανύποπτο χρόνο και χωρίς να συνδέεται με συγκεκριμένα πρόσωπα, δεν έχει γίνει;
Εγείρεται και ένα δεύτερο ερώτημα: υπάρχει τρόπος να υπερασπιζόμαστε τον θύτη, χωρίς να θίγουμε το θύμα; Ναι, υπάρχει. Υπάρχει, αν θέλουμε να καταλάβουμε, ότι σε μια δημοκρατική, προοδευτική κοινωνία, στόχος δεν πρέπει να είναι η τιμωρία του ενόχου, με ποινή ανάλογη της βαρύτητας του εγκλήματος (ένα είδος ποσοτικής αποτίμησης του εγκλήματος), αλλά η ερμηνεία της πράξης του και η ένταξή του σε μια διαδικασία αναμόρφωσής του, για όσο καιρό χρειάζεται, εάν κριθεί, ότι αυτή η αναμόρφωση είναι δυνατή. Και κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί, ότι δεν είναι δυνατή. Κάθε άνθρωπος, όσο χαμηλά κι αν έχει πέσει, είναι υποψήφιος για μια άλλη ποιότητα ζωής και αυτή, άλλωστε, είναι και η αιτία που απορρίπτουμε την θανατική ποινή, όσο ειδεχθές και αν είναι ένα έγκλημα.
Στόχος μιας δημοκρατικής, προοδευτικής κοινωνίας, και πολύ περισσότερο της Αριστεράς, δεν είναι το ποδόσφαιρο μεταξύ θυτών και θυμάτων, αλλά η αλλαγή των όρων του παιχνιδιού.
Ας πάρουμε το παράδειγμα ενός νέου άνδρα 25 χρονών που θα διαπράξει βιασμό, θα δικαστεί και θα καταδικαστεί σε 10 χρόνια φυλακή. Θα εκτίσει το ανώτερο τα 3/5 της ποινής του και θα αποφυλακιστεί στα 6 χρόνια. Θα είναι 31 χρονών, νεότατος, σεξουαλικά εξαιρετικά ενεργός, επαρκώς κακοποιημένος, από ένα σύστημα που μεταχειρίζεται τους/τις κρατουμένους/κρατούμενες ως σκουπίδια και κατά πάσα πιθανότητα έτοιμος να επαναλάβει την πράξη του.
Ας πάρουμε, ακόμη, το παράδειγμα δύο ανδρών που έχουν διαπράξει βιασμό, εκ των οποίων ο ένας είναι ένας ευυπόληπτος οικογενειάρχης, ενώ ο δεύτερος σεσημασμένος διαρρήκτης. Είναι προφανές, ότι με τον τρόπο που λειτουργεί η Δικαιοσύνη σήμερα, η ποινή του δεύτερου θα είναι κατά πολύ μεγαλύτερη εκείνης του πρώτου. Όμως, ο βαθμός επικινδυνότητας της πράξης ως προς την δυνατότητα επανάληψής της δεν είναι καθόλου μικρότερος στην πρώτη περίπτωση.
Εδώ μπαίνω σε ένα άλλο πεδίο: την έννοια των ελαφρυντικών και γενικώς του πρότερου έντιμου βίου. Είναι προφανές, ότι συνδέεται με την κοινωνική θέση του κατηγορουμένου και, σαφώς, χρησιμοποιείται για την ευνοϊκότερη μεταχείριση ενός ανθρώπου, λόγω αυτής της θέσης, και σε πλήρη αποσύνδεση με τη βαρύτητα του εγκλήματος.
Μια πράξη που θα διαπραχθεί στην ηλικία των 40 χρόνων δεν είναι λιγότερη επιβλαβής για την κοινωνία από την ίδια πράξη που θα διαπραχθεί στην ηλικία των 20, είναι απλούστατα αποτέλεσμα των συνθηκών προσωπικής και κοινωνικής ζωής των δύο δραστών.
Ένας άνθρωπος που θα φτάσει να γίνει Διευθυντής Τράπεζας στα 50 του χρόνια και θα χρησιμοποιήσει τη θέση του για να καταχραστεί χρήματά της, δεν είναι ένας άνθρωπος με «πρότερο έντιμο βίο» είναι ένας άνθρωπος που εκδήλωσε αυτό που ήταν πάντα, γιατί τότε του προέκυψαν οι συνθήκες που χρειάζονταν για να το εκδηλώσει.
Ένας άνθρωπος που θα φτάσει στα 50 του χρόνια να έχει διαπράξει 30 μικροκλοπές, επίσης, δεν είναι ένας άνθρωπος με πρότερο ανέντιμο βίο, είναι κάποιος που επαναλαμβάνει την πράξη, γιατί η συγκέντρωση μικροποσών απαιτεί την επανάληψη της πράξης.
Η Αριστερά θα πρέπει να σταθεί κριτικά απέναντι σε αυτήν την έννοια και να διεκδικήσει την κατάργησή της, γιατί ως τέτοια δεν έχει καμιά απολύτως αξία.
Επανέρχομαι στα θύματα βιασμού και στον τρόπο που αντιμετωπίζονται κατά τη διάρκεια της δίκης του θύτη και θα δεχθώ, ότι ο τραυματισμός τους από την επιείκεια που κατά κανόνα επιδεικνύεται στον δράστη είναι ιδιαίτερα βαρύς. Νομίζω, όμως, ότι αυτός ο τραυματισμός δεν προέρχεται από την επιείκεια αυτή καθ’ εαυτή, αλλά από το γεγονός, ότι αυτή επιδεικνύεται κυρίως στις περιπτώσεις βιασμών και όχι στο σύνολο των εγκλημάτων.
Εδώ μπαίνω σε ένα, ακόμη, πεδίο. Την δικαίωση του θύματος. Δεν τη δικαιούται το θύμα; Αναμφίβολα, ναι. Το ζήτημα είναι και πάλι σε τι συνίσταται αυτή η δικαίωση.
Ένα έγκλημα, από τη στιγμή που έχει συντελεστεί, δεν είναι ρεαλιστικά αναιρέσιμο, έτσι διεκδικείται η απάλειψη του πόνου που έχει προκαλέσει με έναν τρόπο ουσιαστικά μαγικό. Την ποινή. Την ποινή ως τρόπο ένταξης του δράστη σε μια διαδικασία που θα του προκαλέσει πόνο, θα του στερήσει χαρές της ζωής, θα τον κάνει να νιώσει απόβλητος από το «υγιές» κοινωνικό σύνολο. Αποδίδει μια τέτοια διαδικασία στην συνείδηση του δράστη; Κατά μια έννοια, ναι, αν ο δράστης δέχεται τη μοίρα του, ως απότοκο της γνωμάτευσης μιας εξουσίας και όχι ως δική του συναίσθηση για ό,τι έχει κάνει. «Αφού αυτοί οι σπουδαίοι άνθρωποι με έχουν καταδικάσει, τότε, ναι, είμαι ένοχος». Δικαιώνει το θύμα; Επίσης, κατά μια έννοια, ναι, αν το θύμα, επίσης, νιώθει την ποινή που επιβλήθηκε στον δράστη ως υπόθεση μιας εξουσίας που γνωματεύει για λογαριασμό του. «Καταδικάστηκε, άρα δικαιώθηκα».
Εδώ εγείρεται νέο ερώτημα: εξασφαλίστηκε το θύμα, από την πιθανότητα να υποστεί την ίδια βλάβη; Σε καμιά περίπτωση. Κι εδώ είναι ο κόμπος.
Θα πρέπει να το πούμε, να τολμήσουμε να το πούμε. Ένα κίνημα, όσους και όσες και αν εμπεριέχει, όποιους και όποιες και αν εμπεριέχει, δεν έχει πιθανότητες μακράς επιβίωσης, αν δεν ανάγει τις αξίες του και τους στόχους του σε γενικές αρχές που αφορούν το σύνολο της κοινωνίας και όχι την ομάδα προς χάριν της οποίας δημιουργήθηκε.
Είναι μετανάστης/ρια; Έχει παντού και πάντα δίκιο. Είναι γυναίκα; Ομοίως. Είναι ομοφυλόφιλος/η; Το αυτό. Είναι νέος/α; Επίσης. Είναι άνδρας; Εδώ σκοντάφτουμε λίγο, γιατί τέτοια ομάδα δεν υπάρχει, υπάρχουν ομάδες που απλά εμπεριέχουν μια ορισμένη πρακτική των ανδρών ( π.χ. κυνηγοί, ποδοσφαιριστές, οικοδόμοι κλπ.).
Εδώ θα θέσω ένα ακόμη ερώτημα: αν οι γυναίκες συγκροτούμε ομάδα με βάση το φύλο μας και μόνο, δεν θα πρέπει να συγκροτήσουν και οι άνδρες ομάδα με βάση το φύλο τους και μόνο; Κι αν εκείνοι δεν συγκροτούν μια τέτοια ομάδα, δεν θα πρέπει, εμείς, ως γυναίκες, να τους θεωρήσουμε ομάδα, έξω και παρά τη θέλησή τους; Μπορούμε και αυτό κάνουμε. Με μια διαφορά: ενώ έχουμε την απαίτηση να αναγνωρίσει το σύνολο της κοινωνίας (και ειδικώς οι γυναίκες, ενίοτε επί ποινή διαπόμπευσης), ότι κατασκευαζόμαστε, αποφεύγουμε, όπως ο διάολος το λιβάνι, να δεχθούμε, ότι και εκείνοι κατασκευάζονται.
Έτσι αρνούμαστε πεισματικά να δεχθούμε, ότι, αν θέλουμε να γίνουν ορατά και σεβαστά τα θύματα βιασμού, θα πρέπει να διεκδικήσουμε να γίνουν ορατοί και σεβαστοί και οι θύτες. Ορατός και σεβαστός δεν σημαίνει αποδεκτός ως έχει, σημαίνει αναγνωρίσιμος ως υποκείμενο που δρα σε συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και δρα όπως δρα για συγκεκριμένους λόγους και δεν έχει καμιά σημασία, αν αυτοί οι λόγοι είναι «καλοί» ή «κακοί», αλλά το ότι είναι υπαρκτοί. Σέβομαι κάποιον σημαίνει τον αναγνωρίζω ως αυτό που είναι και όχι όπως θέλω να είναι ή φοβάμαι, ότι είναι. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, αν απορρίψουμε αυτή την οπτική, θα πρέπει να δεχθούμε, ότι ο βιασμός είναι βιολογικά προκαθορισμένο γεγονός. Και η φύση σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να τιμωρηθεί. Απλά πρέπει να γίνει αποδεκτή ως έχει.
Δεν μπορεί να αποφευχθεί ένα ακόμη ερώτημα: αν θύτες και θύματα είμαστε ιστορικά προϊόντα, τότε δεν υπάρχουν ένοχοι, είμαστε όλοι αθώοι, αφού ούτε η ιστορία μπορεί να τιμωρηθεί. Ναι, είναι αλήθεια. Γι’ αυτό δεν έχει αποτέλεσμα η «τιμωρία», αλλά η ένταξη σε διαδικασία αναμόρφωσης.
Πριν από χρόνια παρακολούθησα τη δίκη ενός γιατρού που είχε κατηγορηθεί, ότι παρενόχλησε σεξουαλικά την κόρη της γυναίκας του από προηγούμενο γάμο και την ίδια τη δική του την κόρη από τον γάμο του με την δεύτερη γυναίκα του. Στη δίκη αποκαλύφθηκε, ότι τα χρόνια που σπούδαζε γιατρός, η μητέρα του τον ικανοποιούσε σεξουαλικά, χρησιμοποιώντας τα χέρια της, για να μην τρέχει έξω με άλλες γυναίκες και χάνει χρόνο από το διάβασμά του. Καταδικάστηκε σε τρία χρόνια με αναστολή. Μόνο. Η εξήγηση για την συμπεριφορά του θεωρήθηκε, λανθασμένα, ελαφρυντικό, ενώ αυτό που θα έπρεπε να αξιολογηθεί ήταν ο βαθμός βλάβης που είχε υποστεί και, που σε συνδυασμό με τις κοινωνικές συνθήκες που ευνοούν την σεξουαλική επίθεση σε βάρος των γυναικών, έφερε σαν αποτέλεσμα τη συγκεκριμένη συμπεριφορά του, και να ακολουθήσει η ένταξή του σε διαδικασία αναμόρφωσης.
Μπαίνει ένα ακόμη ερώτημα. Ποιος κάνει τη διάγνωση για το τι συμβαίνει σε έναν εγκληματία και λειτουργεί, όπως λειτουργεί.
Σε πρώτη φάση και με δεδομένη την παγιωμένη αντίληψη για την Δικαιοσύνη ως μηχανισμού που μοιράζει χρόνια στους κατηγορούμενους δεν μπορούμε να κάνουμε πολλά πράγματα. Θα βοηθούσε πολύ αν διεκδικούσαμε την ενεργή παρέμβαση ψυχολόγων, κατ’ αρχήν στις δίκες σεξουαλικών εγκλημάτων και σιγά-σιγά σε κάθε έγκλημα.
Στη συνέχεια να διεκδικήσουμε μια άλλη αντίληψη για το ρόλο των δικηγόρων, έτσι ώστε μια δικαστική διαδικασία να μην μετατρέπεται σε γήπεδο, όπου ο καθένας βλέπει πως θα επιβάλει μια μεγάλη τιμωρία ή θα «βγάλει λάδι» τον πελάτη του, για λόγους προσωπικής ικανοποίησης, αλλά σε μια διαδικασία που ο καθένας κρατά μια πλευρά του κουβαριού που πρέπει να ξετυλιχθεί.
Επίσης, πρέπει να διεκδικήσουμε έναν άλλο ρόλο για τους δικαστές που αποδέχονται τη διαπόμπευση των θυμάτων, αφήνοντας τους δικηγόρους να κρατούν τον πρώτο ρόλο στην όλη διαδικασία. Ας σκεφτούμε την περίπτωση της Αμαρύνθου. Είναι τρομακτικό το ότι οι δικαστές επέτρεψαν στην υπεράσπιση των θυτών να κουρελιάσει με σαράντα μάρτυρες που είπαν τα χειρότερα σε βάρος της ένα νεαρό κορίτσι που δεν είχε ούτε ένα μάρτυρα υπέρ του.
Πιστεύω, ότι μια τέτοια διαδικασία δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Και τελειώνω με αυτό. Αν οι φεμινίστριες, πρωτίστως όσες είναι μέλη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και όσες διάκεινται φιλικά ή αισθάνονται, ότι μπορούν να συνεργαστούν, σε επί μέρους ζητήματα, θέλουν πραγματικά να συνδράμουν σε μια τέτοια προσπάθεια, ας εγκαταλείψουν την πρακτική του «χτυπώ και φεύγω», κυρίως, όταν αυτή η πρακτική γίνεται στου «κασίδη το κεφάλι».
Κατερίνα
Χαιρέτη
Μέλος του
ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Καισαριανής